"...Άκουσε που 'χω να σου πω, λοιπόν μιαν ιστορία,
μάνα, πατρίδα τι θα πει κι όμορφη ελευθερία.
Γυρίζει ανέμη και τυλά στην κώνικη κοιλιά της,
ότι της στείλαν γνέσιμο.
Δένει το, σπάργανά της.
Χαίρεται για τη χρεία της,
όλο στο σώμα ενώνει, σαν που γεννήθηκε γι αυτό στόχος
κι επιβιώνει.
Κι όλο αφραταίνει η μέση της
θρέφεται απ'τα μποκάρια
και του φτενού και του παχιού, που είχανε ναθροφάρια.
Ωσάν της φύσης τη ζωή,
μ'εναλλαγές κι εκπλήξεις.
Όλο τελειώνει και κινά.
Γύρες και περιπτ'υξεις
Ανέμη χώρα.
Τύλιξε, στη δύναμη ολκής της,
στην αχανή σοφία της,
την γύρη της φυλής της.,
Στο πάρε δώσε αγκαλιά, μέσα να κυβερνούνε.
Οι ασταμάτητοι τριγμοί,
του ανήσυχου, που ζούνε.
Στροφές,
περίτεχνου χορού, μαγεύουν,
αντρειεύουν,
τους αναπόφευκτα ευπαθείς,
λαίμαργους,
σαγηνεύουν.
Οι Κροίσοι γιοι,
θεριεύουν, στο μάταιο εθισμό τους,
που ό,τι γυαλίζει θεωρούν,
πάθος τους και σκοπό τους
Ως εκδορείς
Όλο αφαιρούν,
ψάχνοντας για αξία,
σαν από τις γυαλιστερές,
σε ματαιοδοξία.
Με όσα χει η φύση ένστικτα,
πάνω της ασελγούνε,
στη ρώμη των ορέξεων,
του παφλασμού που ζούνε.
΄Ολο αφαιρόνε σπάταλα
Ό,τι γι αυτούς γυαλίζει.
Όμως χρυσό δε βρίσκουνε
Λεία γι αυτούς ν'αξίζει.
Όλο τα σπλάχνα της ρεντούν.
Όλο τη διαγουμίζουν.
Σαν δολοφόνοι,
μανιακοί,
στο ανώφελο που βρίζουν.
όλο τη στραπατσέρνουνε,
την καίνε,
την χαλούνε,
την ανασκάπτουν,
την γκρεμούν,
και τη λεηλατούνε.
Κι όλο αναδύεται ξανά,
ομορφοσαγηνεύτρα.
Όλο στη μέση στέκεται,
περίτεχνη,
χορεύτρα.
Η κάθε αχτίνα,
επάνω της αναγεννά το φως της
και γίνεται πολύτιμη.
Όμορφος ο σκοπός της.
Ιριδοχρώματα ανακλά.
Φυσιοαναδίνει.
Ανθοκοσμεί.
Καρποφορεί.
Αναγεννά.
Αναδίνει.
Ποιος να τη στέσει έτσα βουλή;
Ποιος να τη σταματήσει;
Μια σπιθαμή αφήσανε κι έχει παντιέρα στήσει.
Μια σπιθαμή μαγιά να βρεί,
έτοιμο το ζυμάρι.
Κάτι να τρίξει ρυθμικά,
πιάνειτο το δοξάρι,
Το εργαστήρι τση ομορφιάς, εφόσον θα δουλέψει,
άλλη καμία παραγγελιά, δεν έχει να σμιλέψει.
Ωσάν της φύσης τον ανθό, που δίχως κοπλιμέντα
δέχεται σ'άθωρους γκρεμούς, να κάνει καλημέντα.
Ετσά προικιά στο τόπο της, σ'όλους μοιράζει ίσια,
σαν απού βρέθηκε ντουνιάς, σε χουβαρντά περίσσια.
Και 'κείνοι;
Κείνοι που ζούνε μες το φως,
κείνους που αργεί η νύχτα,
κείνους που κάθε σκοτεινό γίνεται ζήσης πίστα,
κείνοι που ζούνε πιο πολύ,
στην ανοχή της φύσης,
γίνονται γης
κι αυτοί στοιχειά
και πως να τα κερδίσεις;
κείνου,
που κάνουν το καημό
τραγούδι και τον λένε
και στον αντίβαρο κουβά για τη χαρά τους κλαίνε,
κείνοι,
που γέλιο ζώνουνε,
άνοιξη ξεγελούνε
και το στρατί του φεγγαριού
βόλτα και περπατούνε,
που χαριεντίζουνται με ανθούς,
που πίνουν,
που γλεντούνε
που σμίγουν,
που χορεύουνε
κι όλο γι αυτά μιλούνε
κείνους,
που 'μάθαν ν'αγαπούν,
που 'ναι γεμάτοι αισθήσεις,
δώρο τεσσάρων εποχών
μόνο γι αυτούς της φύσης
κείνους,
που γης τους δέχεται,
πάνω της να ξαπλώνουν,
στην ενσωμάτωση με αυτή,
στοιχειά της να ενώνουν,
κείνοι,
που τ'άφθαρτα τιμούν,
ιδέα
και αξία
κι είναι γι αυτούς το νόμισμα, κι η αλώβητη ουσία,
κείνοι,
που δε χρειάστηκε
παρά στη γης να βγούνε
και να ρεντίσουν μια φουχτέ σπόρους για να θραφούνε,
κείνους,
που για το μέλλον τους
στέκει το παρελθόν τους,
οριοθέτης,
αρωγός
όραμα
και το φως τους,
κείνους
τσοι αχόρταγους στιγμών
που όλο δομούν αιτίες,
να καταχτούνε διαδρομές σε ανέπαφες αξίες
κείνους,
που μια γλυκιά μιλιά, μπορεί να τσοι μεθύσει
και μια κουβέντα
να γενεί να μη ποθεί τη ζήση
κείνους,
που φτάνει γι αφορμή,
του διπλανού οι αισθήσεις,
να γίνουνε χώμα να πατείς, αέρας για να ζήσεις,
κείνοι,
που ερωτεύονται
κάθε στιγμή και ώρα,
που δεν τσοι βάνουν τα χωριά,
μήδε μεγάλη χώρα,
κείνους,
που δεν το δέχονται\
να ναι το πέρασμα τους, απαίδευτα ασήμαντο,
μπονάτσα σε γιαλιά τους,
κείνοι,
που δεν θωρούν κοντά,
και το μακρέ ξεπέφτει των αματιών τους κοντινό,
σε ορίζοντα του πρέπει
που οντέ πονούνε το γρικούν
κι οντέ γρικούν πονούνε.
Μα από τα μάτια τση ψυχής
πάντα πρωτοθωρούνε,
κείνοι,
που δεν χωρούν παντού,
μα σε ψυχής απλάδα περίσσοι δεν υππαρχουνε
και τόπος για στυφάδα
κείνους,
που κάνουν την καρδιά,
μπαξέ μα δεν πουλούνε ότι παράγει,
μα απ'αυτή μονάχα χαλαλούνε,
γιατί δεν 'μάθαν στη θροφή,
μα αναθροφή και γνώση
κι όποιος τα πιο πολλά ποθεί, του πρέπει να πληρώσει.
Πιου δεν εμάθαν,
το φαί,
είναι για να θραφούνε,
μα είναι τση γης το ευχαριστώ
κάθε που κουραστούνε.
Για δεν εμάθανε ποτέ
στση παρασιάς κουτσούρι απού σπουδάσανε,
σπουδή,
για να θρέφουνε χουζούρι,
κείνους,
τους λένε Έλληνες
κι ως κι αν δεν μοιάζουν πάντα,
αλληλοσυμπληρώνουνε, όμορφης γης γιρλάντα,
κι ας αντιμάχουνται συχνά
κι οντέ ξεχνούν αξίες,
τους αποδέχονται ικανούς,
τους παραχαραξίες
κι ας παραμένουν απαθείς σε αδίκιωτους αγώνες,
μα μανικοδιπλώνουνε
γι ασήμαντα αγκώνες
κι ας μη θυμούνται από το χθες
παρά το πριν του τώρα,
και τζιτζικοδιαρμίζουντε,
να ζούνε για την ώρα
κι ας καταλιούντε σε θυμούς,
όργητες
και καυγάδες
σαν κουζουλοί,
ανέμυαλοι
και κάργα μπουνταλάδες.
Κι ας το κατέχουν οι πολλοί,
τα πιο πολλά μπορούνε,
μα πεθυμούνε μοναχού στράτα να ακολουθούνε.
Το ΄χουν κι αυτό διάβημα, στην ανοχή της γνώσης,
που αναγνωρίζεται διπλά, μα μόλις την προδώσεις."
Έμμετρο διήγημα στο οποίο εξιστορείται η ιστορία μιας οικογένειας ανταρτών επί Τουρκοκρατίας.
Το παραπάνω απόσπασμα το ανάρτησα γιατί αναφέρεται γενικότερα στο ήθος των Ελλήνων και σε διαχρονικές -υποτίθεται- αξίες. Κανονικά, θα έπρεπε να το διαβάσουμε όλοι.